- Ἕρμαρχος
- Ἕρμαρχοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Έρμαρχος — (4ος−3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τη Μυτιλήνη. Υπήρξε πιστός μαθητής του Επίκουρου, ο οποίος με τη διαθήκη του τον όρισε διάδοχό του στη διεύθυνση της σχολής του και του κληροδότησε την περιουσία του, με τα έσοδα της οποίας θα έπρεπε να… … Dictionary of Greek
Ἑρμάρχου — Ἕρμαρχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμάρχῳ — Ἕρμαρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρμαρχον — Ἕρμαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРМАРХ — • Hermarchus, Έρμαρχος родом из Мителены, ученик Эпикура и его преемник по управлению школою. Его сочинения указаны у Диогена Лаэртского 10, 25. У Цицерона (Cic. fin. 2, 30) сохранилось письмо Эпикура к нему. Верную форму его имени… … Реальный словарь классических древностей
ГЕРМАРХ — ГЕРМАРХ ( Ερμαρχος) из Митилены (конец 4 сер. 3 в. до н. э.) греческий философ, ученик и близкий друг Эпикура. Первоначально занимался риторикой, но встретившись с Эпикуром (вероятно, в 311, когда последний приехал из Колофона в Митилену и… … Философская энциклопедия
ГЕРМАРХ — ГЕРМАРХ (Ἕρμαρχος) из Митилены (кон. 4 сер. 3 в. до н. э.), греческий философ, ученик и близкий друг Эпикура. Г., сын бедняка Агеморта, поначалу занимался риторикой, но, встретившись с Эпикуром, вероятно, ок. 310/309, когда тот основал в… … Античная философия
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
Ἑρμάρχωι — Ἑρμάρχῳ , Ἕρμαρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)